ἀσχημοσύνη — want of form fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχημοσύνῃ — ἀσχημοσύνη want of form fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασχημοσύνη — η απρέπεια, ακοσμία: Κάποτε έπρεπε να σταματήσουν αυτές οι ασχημοσύνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κἀσχημοσύνῃ — ἀσχημοσύνῃ , ἀσχημοσύνη want of form fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχημοσύναι — ἀσχημοσύνη want of form fem nom/voc pl ἀσχημοσύνᾱͅ , ἀσχημοσύνη want of form fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχημοσύναις — ἀσχημοσύνη want of form fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχημοσύνην — ἀσχημοσύνη want of form fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχημοσύνης — ἀσχημοσύνη want of form fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχημοσύνας — ἀσχημοσύνᾱς , ἀσχημοσύνη want of form fem acc pl ἀσχημοσύνᾱς , ἀσχημοσύνη want of form fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
посрамощение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. ἀσχημοσύνη) посрамление, стыд, бесчетие. … … Словарь церковнославянского языка